- φανταστικῆς
- φανταστικόςone who makes a paradefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
διήγημα — Ένα από τα σπουδαιότερα είδη του αφηγηματικού πεζού λόγου, που αντλεί τα θέματά του είτε από την πραγματικότητα είτε από τον κόσμο της φαντασίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η περιορισμένη του έκταση σε χώρο και χρόνο. Στην Ελλάδα εισηγητής … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
επίπλαση — η (Α ἐπίπλασις) 1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου 2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμα αρχ. μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ … Dictionary of Greek
κάρφωμα — το (Μ κάρφωμα) [καρφώνω] το να καρφώνει, να στερεώνει κάποιος με καρφιά κάτι νεοελλ. 1. ακινητοποίηση, καθήλωμα 2. κατάδοση, προδοσία 3. (στο βόλεϋ) ισχυρό χτύπημα τής μπάλας ώστε αυτή να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λιλιπούτειος — α ο 1. πολύ μικρός στο σώμα ή στις διαστάσεις 2. μτφ. μηδαμινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lilliputian < Lilliput, ονομ. μιας φανταστικής χώρας με μικροσκοπικούς κατοίκους, στο βιβλίο τού J. Swift Τα ταξίδια τού… … Dictionary of Greek
μετάκεντρο — το (ναυπ.) το θεωρητικό σημείο τομής τού ίχνους φανταστικής κατακορύφου που διέρχεται από το κέντρο άντωσης το οποίο προκύπτει όταν μετατοπιστεί το σώμα έστω και ελάχιστα μέσα στο νερό … Dictionary of Greek